- κοννεῖς
- κονέωraise dustpres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)κοννέωknowpres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρβάν — καρβάν, ᾱνος, ὁ, ἡ (Α) κάρβανος*, βαρβαρικός, ξενικός («καρβᾱνα δ αὐδὰν εὖ, γᾱ, κοννεῑς;» τη βάρβαρη φωνή μου, γη, τήν καταλαβαίνεις καλά; Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αβέβαιης προελεύσεως. Πιθ. < αιγυπτ. τοπωνύμιο Qarvana. Κατ άλλους,… … Dictionary of Greek
κοννώ — κοννῶ, έω (Α) γνωρίζω («καρβᾱνα αὐδὰν δ εὖ, γᾱ, κοννεῑς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. κοῶ, έω «ακούω» και με τη γλώσσα τού Ησύχ. ἔκομεν ἑωρῶμεν, ἠσθόμεθα] … Dictionary of Greek